Επιτύμβια πλάκα.
19 Ιανουαρίου 1799.
ΒΧΜ 2363
Επιτύμβια πλάκα της προσκυνήτριας Ζουμζούτ (τουρκικά Zϋmrϋd, ελληνικά Σμαράγδα) και του συζύγου της προσκυνητή Προδρόμου, με επιγραφή στα ελληνικά και στα καραμανλίδικα (δηλαδή, γραφή της τουρκικής γλώσσας με ελληνικούς χαρακτήρες). Δεν είναι γνωστό με ποιον τρόπο η πλάκα εισήχθη στο μουσείο. Σε ασπρόμαυρη φωτογραφία του αρχείου, απεικονίζεται σε έκθεση, πιθανώς στη «Βίλα Ιλίσια», με επεξηγηματική λεζάντα όπου αναφέρεται ως Κειμήλιο προσφύγων. Από το 2010 παρουσιάζεται στη νέα μόνιμη έκθεση.
Τα ονόματα Ζουμζούτ και Πρόδρομος απαντούν επίσης σε μια ομάδα αφιερωμάτων του Μουσείου Μπενάκη, τα οποία έφεραν οι πρόσφυγες από το χωριό Κερμίρα στην περιοχή της Καισάρειας. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, ο Πρόδρομος και ο γιος του Αντώνιος ήταν μέλη της οικογένειας Τζιπέλογλου, οι οποίοι ήταν σύμβουλοι της ισχυρής οικογένειας των τοπικών αρχόντων. Η περιουσία τους δημιουργήθηκε κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα μέσω των υπηρεσιών προς την οικογένεια των αρχόντων, αλλά και μέσω τραπεζικών και εμπορικών συναλλαγών.
Η Ζουμζούτ και ο σύζυγός της αποκαλούνται «προσκυνητές», είχαν δηλαδή και οι δύο ταξιδέψει στους Αγίους Τόπους. Το ταξίδι στους Αγίους Τόπους ήταν μια σημαντική λατρευτική πρακτική για πολλούς κατοίκους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ανεξάρτητα από τη θρησκεία τους. Χριστιανοί και Εβραίοι άρχισαν να χρησιμοποιούν τη μουσουλμανική τιμητική ονομασία «hadji» για τους προσκυνητές, που εξελληνίστηκε σε «χατζή», για να χαρακτηρίσουν όσους είχαν πάει για προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ.
Η φροντίδα των τάφων: μαρτυρίες των προσφύγων
«Όταν πια μαθεύτηκε επίσημα πως θα φύγουμε, φωνάξαμε από το Γκέλβερι τον πατήρ Κοσμά ο δικός μας παπάς είχε κοιμηθεί εδώ και ένα χρόνο και κάναμε την τελευταία λειτουργία στην εκκλησία μας. Ανοίξαμε τους τάφους αυτών που είχαν πεθάνει πριν από δύο, τρία, πέντε χρόνια, πλύναμε με κρασί τα οστά τους και τα ξαναθάψαμε. Ύστερα στήσαμε καζάνια, μαγειρέψαμε πιλάφι, πλιγούρι με κρέας και το μοιράσαμε στους φτωχούς για την ψυχή των πεθαμένων μας».
Μαρτυρία Ευλαμπίας Μουμτζόγλου, Αθήνα, Η Έξοδος, ΚΜΣ, τόμος Β΄, (Αθήνα 1982), σελ. 30.
«Φέραμε το μητροπολίτη, διάβασε τους τάφους μας. Θέλαμε να πάρουμε τα κόκαλα μαζί μας, μα στο τέλος δεν το κάναμε. Δεν ήμασταν όλα ένα. Οι φτωχοί δεν μπορούσαν. Ύστερα είπαμε όλοι να μείνουν εδώ. Τα διαβάσαμε. Τα κλάψαμε».
Μαρτυρία Αθηνάς Γαλανοπούλου, Αθήνα, Η Έξοδος, ΚΜΣ, τόμος Β΄, (Αθήνα 1982), σελ. 115.