Εικόνα με την αλληγορική παράσταση «Χριστός η άμπελος».
16ος αιώνας.
ΒΧΜ 2031
Η παράσταση «Χριστός η άμπελος» αποδίδει με αλληγορικό τρόπο το χωρίο 15:1-2 από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι. Πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον καρπὸν, αἴρει αὐτό, καὶ πᾶν τὸ καρπὸν φέρον, καθαίρει αὐτό, ἵνα πλείονα καρπὸν φέρῃ» (Εγώ είμαι η αληθινή κληματαριά και ο Πατέρας μου είναι ο αμπελουργός. Όταν κάποιο κλήμα, παρ’ όλο που είναι ενωμένο με μένα, δεν έχει καρπό, ο αμπελουργός το αφαιρεί, και όποιο έχει καρπό το καθαρίζει και το περιποιείται για να καρπίσει περισσότερο). Το ανοιχτό βιβλίο μπροστά στον ευλογούντα Χριστό παραφράζει το Ευαγγελικό χωρίο ως εξής: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, «ὑμεῖς τὰ κλήματα, καὶ ὁ Πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστιν. Πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ…». Τα κλήματα, στα οποία απευθύνεται ο Χριστός με τη φράση αυτή, είναι πρώτοι απ’ όλους οι δώδεκα Απόστολοι, οι οποίοι παριστάνονται γύρω από τον Χριστό στις περικοκλάδες της κληματαριάς. Κλήματα είναι όμως και οι πιστοί που βλέπουν την εικόνα, η οποία έχει στο πάνω μέρος της ως τίτλο τη φράση: «ΕΓΩ ΜΕΝ ΕΣΤΙΝ ΑΜΠΕΛΟΣ ΣΩΤΗΡ, ΒΟΤΡΥΑΣ Δ’ ΕΦΥΝ ΒΛΥΖΟΝΤΑ(Σ) ΚΟΙΝῼ», δηλαδή: «Εγώ είμαι η άμπελος που σώζει, τα σταφύλια που φύτρωσαν από μένα αναβλύζουν (τον χυμό τους) για όλους».
Η αναφορά στον χυμό των σταφυλιών, στο κρασί, παραπέμπει βέβαια στο κεντρικό μυστήριο της ευχαριστίας. Από την άλλη πλευρά, η αλληγορία του Χριστού ως αμπέλου προέρχεται κυρίως από τη χριστιανική ερμηνεία του χωρίου του Ψαλμού 79 (80):15-16, στο οποίο ο ψαλμωδός παρακαλεί τον Θεό να φροντίσει για την άμπελο που ο ίδιος φύτεψε με το δεξί του χέρι, καθώς και για τον «υιό του ανθρώπου» που ο ίδιος κατέστησε κραταιό.
Το προσφυγικό κειμήλιο που βλέπουμε εδώ ζωγραφίστηκε σε εργαστήριο της Κρήτης, προέρχεται όμως από τη Ραιδεστό, στα νότια παράλια της Ανατολικής Θράκης. Είναι άγνωστο το πότε και πώς έφτασε στη Ραιδεστό η εικόνα, είναι όμως γνωστό ότι οι κρητικές εικόνες του 16ου αιώνα είχαν μεγάλη εμβέλεια και διάδοση σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο κατά την εποχή της δημιουργίας τους, αλλά και τον 17ο-18ο αιώνα.
Ο Γεώργιος Σωτηρίου παρέλαβε την εικόνα με απόδειξη από την Επιτροπή Κειμηλίων Μικράς Ασίας στις 30 Μαρτίου 1927 και την εξέθεσε το 1930 στον όροφο της «Βίλας Ιλίσια», συγκεκριμένα στον βόρειο τοίχο της Αίθουσας Β, όπου συγκέντρωσε εικόνες του 16ου-18ου αιώνα. Παρέμεινε εκεί τουλάχιστον έως τη δεκαετία του 1960. Το 2010 μεταφέρθηκε στη νέα μόνιμη έκθεση. Από τα προσφυγικά κειμήλια που φυλάσσονται στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο αποτελεί το μοναδικό που η δημιουργία του μπορεί να αποδοθεί ανεπιφύλακτα σε εργαστήριο της Κρήτης.